- παρακλήτωρ
- παρακλήτωρone who encouragesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
παρακλήτορα — παρακλήτωρ one who encourages masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτορας — παρακλήτωρ one who encourages masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτορες — παρακλήτωρ one who encourages masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτορι — παρακλήτωρ one who encourages masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτρια — ἡ, Α βλ. παρακλήτωρ … Dictionary of Greek
ՄԽԻԹԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0284 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c ա.գ. παρακλήτωρ, παρακαλών consolator, consolans, hortator, admonitor, advocatus, intercessor. որ եւ ՄԽԻԹԱՐ. Որ մխիթարէ. սփոփիչ. յորդորիչ. քաջալերիչ. ըստ յն. ոճոյ՝ նաեւ Բարեխօս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)